- ζώφυτος
- ζώφῠτ-ος, ον, ([etym.] φύω)A giving life to plants, fertilizing,
αἷμα A.Supp.857
;γῆ Plu. Rom.20
.II [voice] Pass., spring from the earth, τὰ ζ. plants, Diusap. Stob.4.21.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἷμα A.Supp.857
;γῆ Plu. Rom.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώφυτος — giving life to plants masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώφυτον — ζώφυτος giving life to plants masc/fem acc sg ζώφυτος giving life to plants neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωφύτοις — ζώφυτος giving life to plants masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωφύτων — ζώφυτος giving life to plants masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζώφυτα — ζώφυτος giving life to plants neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek